καναρίνι(ον)

καναρίνι(ον)
το канарейка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καναρίνι(ον)" в других словарях:

  • καναρίνι — το (λ. ενετ.), ωδικό πουλί: Είχαν το καναρίνι στο κλουβί και κελαδούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • κανάριο(ν) — το 1. το καναρίνι* 2. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας βουρσερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «καναρίνι» είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < νεολατ. canarius τής επιστημονικής ονομασίας τού καναρινιού serinus canarius < ισπ. Canarias islas… …   Dictionary of Greek

  • καναρινής — νιά νί [καναρίνι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού καναρινιού, κίτρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καναρινί είδος χρώματος, απόχρωση κίτρινου χρώματος …   Dictionary of Greek

  • Dimitris Semsis — (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein griechischer… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimitris Semsis (Salonikios) — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης, Künstlername Salonikios Σαλονικιός, * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • Salonikios — Dimitris Semsis (griechisch Δημήτρης Σέμσης; Künstlername Salonikios Σαλονικιός; * ca. 1881 in Stromnitsa Στρώμνιτσα; Osmanisches Reich, Vilayet Thessaloniki (Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης), heute Mazedonien; † 13. Januar 1950 in Athen), war ein… …   Deutsch Wikipedia

  • κανάρα — η το θηλυκό καναρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάρ ι + κατάλ. α για τη δήλωση τού θηλ. φύλου] …   Dictionary of Greek

  • κανάρι — το καναρίνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάριον* με σίγηση τής άτονης τελευταίας συλλαβής (πρβλ. παιδ ίον > παιδ ί)] …   Dictionary of Greek

  • καναρί — το 1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα 2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή …   Dictionary of Greek

  • ακελάδητος — ακελάδητος, η, ο και ακελάηδητος, η, ο 1. αυτός που δεν κελάδησε: Το καναρίνι μας είναι ακόμη ακελάδητο. 2. αυτός που δεν επαινέθηκε, δεν υμνήθηκε: Τα κατορθώματά του δεν έμειναν για πολύ ακελάδητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»